- σιωπηρῶς
- σιωπηλόςsilentadverbialσιωπηρόςadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιωπηρός — ή, ό / σιωπηρός, ά, όν, ΝΑ σιωπηλός νεοελλ. αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»). επίρρ... σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ με σιγή, σιωπηλά νεοελλ. χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η… … Dictionary of Greek
мълчально — (1*) нар. Безропотно, беспрекословно: Аще близь села твоего вдоваж(д)е [вм. водоважде] послѣдѹѥть молчально таковѣи работѣ. си˫а ѡбнавлѧти стрѹ˫а. (σιωπηρῶς) КР 1284, 322г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεταμίσθωση — η 1. η ενοικίαση μισθίου από τον μισθωτή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η υπενοικίαση 2. παράταση μίσθωσης, αναμίσθωση από τον ίδιο μισθωτή με βάση έγγραφη προσυμφωνία ή σιωπηρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμισθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Α.… … Dictionary of Greek
παρασιγώ — άω και ιων. τ. έω, Α 1. περνώ κάτι σιωπηρώς, χωρίς να τό μνημονεύσω, αντιπαρέρχομαι, παρασιωπώ 2. παθ. παρασιγῶμαι, άομαι και έομαι με αντιπαρέρχονται χωρίς να μέ μνημονεύσουν … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek